- νυμφοστόλῳ
- νυμφοστόλοςescorting the bridemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυμφοστολώ — νυμφοστολῶ, έω (Α) [νυμφοστόλος] συνοδεύω τη νύφη ή και τον γαμπρό … Dictionary of Greek
νυμφοστολῶ — νυμφοστολέω escort the bride pres subj act 1st sg (attic epic doric) νυμφοστολέω escort the bride pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συννυμφοστολώ — έω, Μ συμμετέχω στον στολισμό τής νύφης και στη νυφική πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νυμφοστολῶ «συνοδεύω τη νύφη»] … Dictionary of Greek